- βουκολιό
- το1. κοπάδι βοδιών: Το βουκολιό μουγκρίζει.2. το μαντρί των βοοειδών: Τα βόδια μπήκαν χορτάτα στο βουκολιό τους.3. τόπος όπου βόσκουν τα βόδια: Ο βοσκός έβγαλε το κοπάδι στο βουκολιό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.